- ὑδρευτικά
- ὑδρευτικόςofneut nom/voc/acc plὑδρευτικά̱ , ὑδρευτικόςoffem nom/voc/acc dualὑδρευτικά̱ , ὑδρευτικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
υδρευτικός — ή, ό που έχει σχέση με την ύδρευση, ο χρήσιμος στην ύδρευση, που χρησιμοποιείται για την ύδρευση: Υδρευτικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)